νομοδείκτης
English (LSJ)
νομοδείκτου, Dor. νομοδείκτας, ὁ, one who explains laws, legal adviser, IG5(1).1390.114 (Andania, i B.C.), BSA26.166 (Sparta), IGRom.4.468.19 (Pergam.), Plu.TG9.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui explique les lois, jurisconsulte.
Étymologie: νόμος, δείκνυμι.
German (Pape)
ὁ, der die Gesetze zeigt, lehrt, auslegt, Plut. T.Gracch. 9.
Russian (Dvoretsky)
νομοδείκτης: ου ὁ толкователь законов, законовед Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νομοδείκτης: -ου, ὁ, ὁ ἑρμηνεύων τοὺς νόμους, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9.
Greek Monolingual
νομοδείκτης, δωρ. τ. νομοδείκτας, ὁ (Α)
ερμηνευτής νόμων, νομικός σύμβουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + δείκτης (< δείκνυμι)].
Greek Monotonic
νομοδείκτης: -ου, ὁ, ερμηνευτής νόμων, σε Πλούτ.
Middle Liddell
νομο-δείκτης, ου, ὁ,
one who explains laws, Plut.