νοοειδής

English (LSJ)

νοοειδές, having the form of Intelligence, of intelligible character, Plot.5.1.3, 5.3.8, Procl.in Ti.1.247,407 D.

Greek Monolingual

νοοειδής, -ές (Α)
διανοητικός, πνευματικός («ἡ νοῦ ὕλη νοοειδὴς οὖσα καὶ ἁπλῆ», Πλωτίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -ειδής].