νοοποιός

English (LSJ)

νοοποιόν, creating Intelligence, δύναμις Plot.6.8.18, cf. Procl.in Ti.1.311 D., in Prm.p.543 S., Dam.Pr.90.

Greek (Liddell-Scott)

νοοποιός: -όν, ὁ ποιῶν νοῦν, παρέχων νοῦν, δύναμις Πλωτῖνος 753C.

Greek Monolingual

νοοποιός, -όν (Α)
αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς νοοποιοῦ», Πλωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -ποιός].