νοσάζομαι
Greek (Liddell-Scott)
νοσάζομαι: (νόσος) ἀσθενῶ, ἀντίθετ. τῷ ὑγιάζομαι, Ἀριστ. Φυσ. 5. 5, 5· διάφ. γραφ. νοσίζεσθαι.
Russian (Dvoretsky)
νοσάζομαι: заболевать Arst.
νοσάζομαι: (νόσος) ἀσθενῶ, ἀντίθετ. τῷ ὑγιάζομαι, Ἀριστ. Φυσ. 5. 5, 5· διάφ. γραφ. νοσίζεσθαι.
νοσάζομαι: заболевать Arst.