ντέφι

Greek Monolingual

το
κρουστό μουσικό όργανο που μοιάζει με μικρό τύμπανο και αποτελείται από ξύλινο κυκλικό πλαίσιο με δέρμα στη μία βάση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tef].