νυκταστράπτης
Spanish
Greek Monolingual
νυκταστράπτης, ὁ (Α)
αυτός που αστράφτει κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἀστράπτω.
Léxico de magia
ὁ el que relampaguea en la noche ref. a Tifón κραταιὲ Τυφῶν, ... βρονταγωγέ, λαιλαπετέ, νυκταστράπτα poderoso Tifón, conductor del trueno, huracán, el que relampaguea en la noche P IV 182