νυκτερίρεμβος
English (LSJ)
v. νυκτίρεμβος.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερίρεμβος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ ῥεμβόμενος, νυκτιπλανής, Πτολεμ. Τετράβ. 161.
Greek Monolingual
νυκτερίρεμβος, -ον (Α)
βλ. νυκτίρεμβος.
v. νυκτίρεμβος.
νυκτερίρεμβος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ ῥεμβόμενος, νυκτιπλανής, Πτολεμ. Τετράβ. 161.
νυκτερίρεμβος, -ον (Α)
βλ. νυκτίρεμβος.