Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
νυκτηγορώ
Greek Monolingual
νυκτηγορῶ, -έω (Α) ανακοινώνω ή προτείνωκάτικατά τη διάρκεια νυχτερινής συνάθροισης. [ΕΤΥΜΟΛ.<νύξ, νυκτός+ -ηγορῶ (< -ήγορος<ἀγορεύω), πρβλ.δημ-ηγορώ. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].