νυκτιπόρος
English (LSJ)
νυκτιπόρον, prowling by night, λύκαινα Opp.C.1.441, cf. 3.268: as pr. n. of a river, Luc.VH2.33.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐπόρος: νυκτιπορέω, νυκτιπορία, = νυκτοπόρος, κτλ.
Greek Monolingual
νυκτιπόρος, -ον (Α)
βλ. νυκτοπόρος.