νυκτοκλοπή

Greek Monolingual

η
κλοπή που διαπράττεται στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].