νυμφόβας

English (LSJ)

ὁ, mounting Nymphs, Lat. nymphas iniens, Achae.52.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφόβας: ὁ, ὁ ἐπιβαίνων ταῖς Νύμφαις, ἐπὶ τοῦ Σειληνοῦ, Ἀχαιὸς παρ’ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.

Greek Monolingual

νυμφόβας, ὁ (Α)
(για τον Σειληνό) αυτός που συνουσιάζεται με τις Νύμφες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + βαίνω].

German (Pape)

αντος, ὁ, Nymphenbesteiger, Silen, Achae. bei Phot.