νωγαλεύω
English (LSJ)
munch dainties or sweetmeats, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
νωγᾰλεύω: τρώγω νωγαλεύματα, Σουΐδ.
Greek Monolingual
νωγαλεύω (Α) νώγαλα
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἐσθίω, τρώγω νωγαλεύματα».
German (Pape)
Näschereien essen, Vetera Lexica.