νωθριάω
English (LSJ)
= νωθρεύομαι I, Dsc.Alex.Praef.
Greek (Liddell-Scott)
νωθρῐάω: νωθρεύομαι, Διοσκ. π. Δηλητ. φαρμ. σ. 12, ἔκδ. Kühn.
German (Pape)
= νωθρεύω, Diosc.
= νωθρεύομαι I, Dsc.Alex.Praef.
νωθρῐάω: νωθρεύομαι, Διοσκ. π. Δηλητ. φαρμ. σ. 12, ἔκδ. Kühn.
= νωθρεύω, Diosc.