νωθροκάρδιος

English (LSJ)

νωθροκάρδιον, slow of heart, LXX Pr.12.8, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νωθροκάρδιος: -ον, νωθρός, βραδὺς τὴν καρδίαν, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΒ΄, 8).

Greek Monolingual

νωθροκάρδιος, -ον (ΑΜ)
βραδύνους, νωθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωθρός + καρδία].

German (Pape)

träges Herzens, Sp.; Hesych. erklärt βραδὺς κατὰ λογισμόν.