νωθροποιός

English (LSJ)

νωθροποιόν, making sluggish, Eust.1395.31.

Greek (Liddell-Scott)

νωθροποιός: -όν, ὁ ποιῶν τινα νωθρόν, Εὐστ. 1395. 31.

Greek Monolingual

νωθροποιός, -όν (Μ)
αυτός που κάνει κάποιον νωθρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωθρός + -ποιός].

German (Pape)

träg machend, Eust.