νωσάμενος

English (LSJ)

νώσασθαι, v. νοέω.

French (Bailly abrégé)

part. ao. Moy. ion. de νοέω.

German (Pape)

ion. und dor. = νοησάμενος.

Russian (Dvoretsky)

νωσάμενος: ион. part. aor. med. к νοέω.

Greek (Liddell-Scott)

νωσάμενος: νώσασθαι, ἴδε ἐν λ. νοέω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νωσάμενος· κατανοήσας», καὶ «νώσασθαι· αἰσθέσθαι, ἐνθυμηθῆναι, νοῆσαι».

Greek Monotonic

νωσάμενος: νώσασθαι, Ιων. και Δωρ. αντί νοη-, Μέσ. μτχ. και απαρ. αορ. αʹ του νοέω.