νόννος
English (LSJ)
ὁ, = πατήρ (cf. νέννος), τοῦ νόνου (sic) ἀδελφοὶ ὁμοπάτριοι Cumont Fouilles de Doura-Europos 310.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. νέννος.
ὁ, = πατήρ (cf. νέννος), τοῦ νόνου (sic) ἀδελφοὶ ὁμοπάτριοι Cumont Fouilles de Doura-Europos 310.
ου (ὁ) :
c. νέννος.