νύττω

English (LSJ)

Att.for νύσσω.

French (Bailly abrégé)

att. c. νύσσω.

German (Pape)

att. = νύσσω.

Russian (Dvoretsky)

νύττω: атт. = νύσσω.

Greek (Liddell-Scott)

νύττω: Ἀττ. ἀντὶ τοῦ νύσσω.

Greek Monolingual

νύττω (Α)
(αττ. τ.) βλ. νύσσω.

Greek Monotonic

νύττω: Αττ. αντί νύσσω.