ξάφνου

Greek Monolingual

επίρρ. ξαφνικά, αιφνιδίως, απρόοπτα, απροσδόκητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξάφνου(βλ. λ. εξάφνου) με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].