ξανθόκομος

German (Pape)

[Seite 275] dasselbe, Nonn. D. 11, 395.

Greek Monolingual

ξανθόκομος, -ον (Α)
(δ. γρφ·) ξανθοκόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ξανθοκόμης.

Russian (Dvoretsky)

ξανθόκομος: Theocr. v. l. = ξανθοκόμης.