ξεβγαλτής

Greek Monolingual

και ξεβγαρτής, ο ξεβγάλλω
αυτός που συνοδεύει κάποιον προκειμένου να περάσουν μέρος όπου κατοικούν εχθροί του τελευταίου, ο συνεβγάλτης.