ξειναπάτης

English (LSJ)

ξείνη, ξείνηθεν, Ion. for ξεν-.

German (Pape)

[Seite 275] ὁ, ion. = ξεναπάτης, w. m. s.

Russian (Dvoretsky)

ξεινᾰπάτης: ου (πᾰ) adj. m ион. = *ξεναπάτης.

Greek (Liddell-Scott)

ξεινᾰπάτης: ξείνη, ξεινηδόκος, ξείνηθεν, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.

Greek Monolingual

ξειναπάτης, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. ξεναπάτης.

Greek Monotonic

ξεινᾰπάτης: ξείνη, Ιων. αντί ξεν-.