ξειναπάτης
English (LSJ)
ξείνη, ξείνηθεν, Ion. for ξεν-.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ξεινᾰπάτης: ου (πᾰ) adj. m ион. = *ξεναπάτης.
Greek (Liddell-Scott)
ξεινᾰπάτης: ξείνη, ξεινηδόκος, ξείνηθεν, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.
Greek Monolingual
ξειναπάτης, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. ξεναπάτης.
Greek Monotonic
ξεινᾰπάτης: ξείνη, Ιων. αντί ξεν-.