ξεινικός

English (LSJ)

v. ξενικός.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ξενικός.

Greek Monolingual

ξεινικός, -ή, -όν (Α)
ιων. τ. βλ. ξενικός.

German (Pape)

ion. =. ξενικός.