ξειρίς

English (LSJ)

v. ξυρίς.

German (Pape)

[Seite 275] ίδος, ἡ, eine stark riechende Pflanze, Hesych. Bei Diosc. ξυρίς.

Greek (Liddell-Scott)

ξειρίς: -ίδος, ἡ, ἴδε ξυρίς.

Greek Monolingual

ξειρίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. ξυρίς.