1. απομονώνω, παίρνω κάποιον κατά μέρος («περίμενε να τήν ξεμοναχιάσει για να της αποκαλύψει τα αισθήματά του»)2. απομονώνομαι («τ' αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει», Βαλαωρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + μοναχιάζω «απομονώνω»].