ξεμοναχιάζω

Greek Monolingual

1. απομονώνω, παίρνω κάποιον κατά μέρος («περίμενε να τήν ξεμοναχιάσει για να της αποκαλύψει τα αισθήματά του»)
2. απομονώνομαι («τ' αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει», Βαλαωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + μοναχιάζω «απομονώνω»].