ξεμοντάρω
Greek Monolingual
λύω μηχανήματα στα τμήματα ή στα κομμάτια που τά απαρτίζουν, αποσυναρμολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + μοντάρω (Ι) «συναρμολογώ τα τμήματα μηχανής»].
λύω μηχανήματα στα τμήματα ή στα κομμάτια που τά απαρτίζουν, αποσυναρμολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + μοντάρω (Ι) «συναρμολογώ τα τμήματα μηχανής»].