ξεμυστηρεύομαι

Greek Monolingual

1. εκμυστηρεύομαι
2. εξομολογούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐξ-εμυστηρευσάμην, του ἐκ-μυστηρεύομαι, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξε-)].