Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ξενηλάτης
Greek Monolingual
ο αυτός που απελαύνει τους ξένους ή αυτός που απαγορεύει την είσοδο ξένων σε μια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ξένος+ -ηλάτης (<ἐλαύνω), πρβλ.στρατ-ηλάτης ή υποχωρητ. < αρχ. ξενηλατῶ].