ξενιστέον

Greek (Liddell-Scott)

ξενιστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ξενίζω, δεῖ ξενίζειν, Θεοδ. Προδρ. τὰ κατὰ Ροδ. καὶ Δοσικλ. Θ΄, 378.