Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ξενοβλάστες
Greek Monolingual
οι (πετρογρ.) κρύσταλλοι ορυκτών που εμφανίζουν ιδιόμορφη ανάπτυξη, χωρίς όμως περατωτικές έδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenoblast<ξένος+βλαστός.