ξενοβόρος

Greek Monolingual

ξενοβόρος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημο-βόρος, κρεο-βόρος].