ξενοθρέπτης
German (Pape)
[Seite 277] ὁ, Gäste, Fremde ernährend, Sp.
Greek Monolingual
ξενοθρέπτης, ό, ἡ (Α)
αυτός που τρέφει ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + τρέφω.
[Seite 277] ὁ, Gäste, Fremde ernährend, Sp.
ξενοθρέπτης, ό, ἡ (Α)
αυτός που τρέφει ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + τρέφω.