ξενοφύλαξ

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, in plural, magistrates charged with the protection of foreigners, Rev.Et. Gr.42.35 (Chios).

Greek Monolingual

ξενοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ ξενοφύλακες
άρχοντες που επιμελούνταν την προστασία τών ξένων:
[ΕΤΥΜΟΛ. <. ξένος + -φύλαξ.