ξενόχροος: -ον, ὁ ἔχων ξένην χροιάν, Νικήτ. Ἀλεξ. 1, 7, σ. 307D.
ξενόχροος, -οον (Μ)αυτός που έχει παράξενο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -χροος (< χροῦς, χροός «χρώμα»), απαλό-χροος].