Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ξεψύχισμα
Greek Monolingual
το το να βγαίνει η τελευταία πνοή, η επιθανάτια στιγμή, ο θάνατος («μύρια βλέπουν στ' όνειρό τους ξεψυχίσματα του εχθρού», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ξεψυχώκατά τα ουσ. σε -ισμα].