βηχος, ὁ, dry cough, Cass.Fel.34(pl.).
ξηρόβηξ, ὁ (Α)βήχας χωρίς φλέγματα, χωρίς αποχρέμψεις, ξερόβηχας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + βήξ «βήχας»].