ξηρόβηξ

English (LSJ)

βηχος, ὁ, dry cough, Cass.Fel.34(pl.).

Greek Monolingual

ξηρόβηξ, ὁ (Α)
βήχας χωρίς φλέγματα, χωρίς αποχρέμψεις, ξερόβηχας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + βήξ «βήχας»].