ξηρόκηπος
Greek (Liddell-Scott)
ξηρόκηπος: ὁ, = τῷ προηγ., Μαρτύριον τῶν κ΄ πατέρων 44.
Greek Monolingual
ξηρόκηπος, ὁ (Μ)
το ξηροκήπιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κῆπος.
ξηρόκηπος: ὁ, = τῷ προηγ., Μαρτύριον τῶν κ΄ πατέρων 44.
ξηρόκηπος, ὁ (Μ)
το ξηροκήπιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κῆπος.