ξηρόφλοιος

English (LSJ)

ξηρόφλοιον, with dry bark, Gp.9.16.2.

German (Pape)

[Seite 279] mit trockner Rinde, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

ξηρόφλοιος: -ον, ὁ ἔχων ξηρὸν φλοιόν, Γεωπ. 9. 16.

Greek Monolingual

-ο (Μ ξηρόφλοιος, -ον)
νεοελλ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ξηρόφλοιος και το ξηρόφλοιο
βοτ. το εξωτερικό πλατύτερο, ξηρό και σκοτεινόχρωμο τμήμα του φλοιού τών φυτών, αλλ. ρυτίδωμα
μσν.
(για φυτό) αυτός που έχει ξηρό φλοιό.