ξιφοδρέπανο

Greek Monolingual

το (Α ξιφοδρέπανον)
κυρτό ξίφος σε σχήμα δρεπανιού («ξιφοδρέπανον
ἡ λεγομένη ἅρπη, ὅπλον», Ησύχ.).
νεοελλ.
κοντό ξίφος, ελαφρά κυρτωμένο, που χρησιμοποιείται ως ξιφολόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + δρέπανον.