ξυλοκασία

English (LSJ)

ἡ, an inferior kind of cassia, Gal.19.738, Edict.Diocl. 32.53, Aët.16.130.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοκασία: ἡ, κατώτερον εἶδος κασίας, Φιλοστόργ. ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 3, 6, σ. 489, 19.

Greek Monolingual

ξυλοκασ(σ)ία, ἡ (ΑΜ)
κατώτερο είδος του φυτού κασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κασ(σ)ία «είδος φυτού»].