ξυλοναΐσκιον

English (LSJ)

τό, wooden shrine, POxy.521 (ii A.D.).

Greek Monolingual

ξυλοναΐσκιον, τὸ (Α)
μικρός ξύλινος ναός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ναΐσκιον].