ξυλόπυργος

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλόπυργος: ὁ, ξύλινος πύργος, Ἄννα Κομν. σ. 385.

Greek Monolingual

ξυλόπυργος, ὁ (Μ)
ξύλινος πύργος, ξύλινο φρούριο.