Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ξυλόσφυρο
Greek Monolingual
το (Μ ξυλόσφυρον) είδος σφυριού με ξύλινη κεφαλή που χρησιμοποιείται στις κατασκευές από μαλακό μέταλλο για να μην παραμορφώνονται οι επιφάνειές τους και κατά τη συναρμογή τών μηχανών, κν. ματσόλα.