ξυνωρίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, v. συνωρίς.

French (Bailly abrégé)

anc. att. c. συνωρίς.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠνωρίς: -ίδος, ἴδε ἐν λ. συνωρίς.

Greek Monotonic

ξῠνωρίς: -ίδος, ἡ, βλ. συνωρίς.

Middle Liddell

ξῠνωρίς, ίδος, ἡ, [v. συνωρίς.]

German (Pape)

altatt. = συνωρίς.