ξυρησμός

English (LSJ)

ὁ, = ξύρησις (shaving, baldness), Hdn. Epim. 180.

German (Pape)

[Seite 282] ὁ, = Vorigem, Hdn. Epimer. 180.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρησμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 180.

Greek Monolingual

ξυρησμός, ὁ (Α)
ξύρησις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρῶ + κατάλ. -σμος, κατά τα ουσ. σε -ισμός (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. ναυαγησμός, νουθετησμός].