ξυσμάτιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ξῦσμα I. Ic, Hp.Epid.7.84.
2 ξ. ὀθόνης strip of linen, Aët.8.27.

German (Pape)

[Seite 283] τό, dim. zum Vorigen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ξυσμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Ἱππ. 1231C.

Greek Monolingual

ξυσμάτιον, τὸ (Α) ξύσμα
(υποκορ. του ξύσμα)
1. μικρό κομμάτι κρέατος που έχει αποκοπεί με ξύσιμο, ξέσμα
2. φρ. «ξυσμάτιον οθόνης» — το ξαντό.