οδοντορραγία

Greek Monolingual

η
αιμορραγία που προκαλείται από την εξαγωγή δοντιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. odontorragie < ὀδούς, ὀδόντος + -ρραγία (< -ρραγής < ῥήγννμι)].