οδοντόσπερμο

Greek Monolingual

το
βοτ. γένος φυτών που συγχωνεύθηκε με το γένος αστερίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odontospermum (< ὀδούς, ὀδόντος + σπέρμα)].