οικοδεσποτεία
Greek Monolingual
οικοδεσποτεία και οἰκοδεσποτία, ἡ (Α)
η ιδιότητα ενός πλανήτη να υπερισχύει στον ζωδιακό κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δεσποτεία «εξουσία»].
οικοδεσποτεία και οἰκοδεσποτία, ἡ (Α)
η ιδιότητα ενός πλανήτη να υπερισχύει στον ζωδιακό κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δεσποτεία «εξουσία»].