οιστροφόρητος

Greek Monolingual

οἰστροφόρητος, -ον (Μ)
αυτός που έχει καταληφθεί από οίστρο, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -φορητός, μέσω ενός αμάρτυρου οἰστροφορῶ (πρβλ. θεοφόρητος, μοιρο-φόρητος)].